- ἄφωνοι
- ἄφωνοςvoicelessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безгласьныи — (15) пр. 1.Лишенный способности говорить, не обладающий даром речи; немой: и толико мълчаниѥ имѩше ˫ако не знающимъ ѥго. мнѩхоуть и безгласна соуща. ПрЛ XIII, 113а; неразумныи безумныи. и безъгласныи и бесловесныи. и не вѣмъ что реку. (ἐγὼ... ὁ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λάφωνοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν ἄφωνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λα * (επιτατ. μόριο) + ἄφωνοι] … Dictionary of Greek
нем, как рыба — Ср. (Приказано) все, что вперед пожелаю сказать, присылать предварительно цензору Троадию. Но этого никогда не будет, и за то я буду нем яко рыба. Лесков. Соборяне. 1, 5. Ср. Как рыба нем пред старшим пребывает, Родителя приказы принимает В… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Нем, как рыба — Нѣмъ, какъ рыба. Ср. (Приказано) все, что впередъ пожелаю сказать, присылать предварительно цензору Троадію. Но этого никогда не будетъ, и за то я буду нѣмъ яко рыба. Лѣсковъ. Соборяне. 1, 5. Ср. Какъ рыба нѣмъ предъ старшимъ пребываетъ, Родителя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… … Dictionary of Greek
σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… … Dictionary of Greek
συνεπαίρνω — Ν 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τόν συνεπήρε στα βαθιά το κύμα») 2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τούς συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)] … Dictionary of Greek
άφωνος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει, δε βγάζει φωνή: Από τη μεγάλη της συγκίνηση στεκόταν άφωνη. 2. (γραμμ.), «άφωνοι φθόγγοι» ή «άφωνα» ονομάστηκαν από τους παλιούς γραμματικούς τα σύμφωνα π, β, φ, κ, γ, χ, τ, δ, θ, επειδή δεν ακούγεται φωνή όταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)